μεταδιορθώ

μεταδιορθώ
μεταδιορθῶ, -όω (Α)
διορθώνω κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεταδιόρθωσις — μεταδιόρθωσις, ἡ (Α) [μεταδιορθώ] (ως ρητορικό σχήμα) η συμπλήρωση ή η διόρθωση μιας έκφρασης που ειπώθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”